Slowtravel αλά Ελληνικά

Άνω Πεδινά

Κρυμμένα ανάμεσα στα βουνά υπάρχουν 46 σχεδόν αναλλοίωτα χωριά, τα ζαγοροχώρια. Μετά από χρόνια εγκατάλειψη η περιοχή αναβιώνει από νέους Έλληνες που ζούσαν σε πόλεις. Ξεκινάνε μικρές τουριστικές επιχειρήσεις.

Περπατώντας στα Άνω Πεδινά, κάτι δεν πάει καλά. Υπάρχει μια κινητικότητα στο χωριό που δεν εξηγείται αμέσα. ‘Όταν η Ολλανδέζα Ρίτα Κιρλιγιτσης-Μπερεντς μιλάει , φανερώνεται το γιατί. Τα τελευταία χρόνια ήρθαν να ζήσουν εδώ όλο και περισσότεροι νέοι Έλληνες που έχουν βαρεθεί τους γρήγορους ρυθμούς της πόλης. Ώστε αυτό είναι. Αυτά τα νέα πρόσωπα. Παιδικές φωνές. Θετική ενέργεια.

Αλλού στα Ζαγόρια επικρατεί ιδιαίτερη ησυχία. Στα περισσότερα χωριά μένουν μόνο μια ελάχιστα άτομα. Σχεδόν όλοι μεγάλης ηλικίας. Οι επόμενες γενιές έφυγαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Ούτε δουλεία, ούτε μέλλον. Σαν σιωπηλοί μάρτυρες σκορπισμένα τα πανέμορφα χώρια στο άγριο τοπίο κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, σε μια περιοχή που ζουν ακόμα αρκούδες, λύκοι και λίγκες.

Η Ρίτα και ο Έλληνας άνδρας της Γιάννης ήταν από τους πρώτους που πήραν τον αντίστροφο δρόμο και εγκαταστάθηκαν στα Ζαγόρια. Αρχικά σαν χείριστες του ξενώνα ‘’το σπίτι του Ορέστη’’, μετά από μερικά χρόνια απέκτησαν το δικό τους ξενοδοχείο ‘’Πορφύρων’’. Με την κόκκινη πρόσοψη είναι το πιο εντυπωσιακό κτίσμα στα Άνω Πεδινά, γιατί όπως σε όλη την περιοχή, σχεδόν όλα τα σπίτια είναι γκρι. Είναι το χρώμα της φυσικής πέτρας με την όποια χτίσθηκαν οι κατοικίες.

Το ‘’Πορφυρόν’’ διαφέρει λόγω ανακαίνισης, που εκτελέστηκε με σκοπό να διατηρηθούν όσο πιο το δυνατόν περισσότερο τα αρχικά χρώματα και σχεδία από το αρχικό κτίριο που χτίσθηκε το 1850 σαν ιατρείο. Ένα τέτοιο σημαντικό κτίριο είχε τότε μάλιστα ένα διαφορετικό χρώμα.
«Για χρόνια είμασταν εμείς οι μοναδικοί καινούργιοι» εξηγεί η Ρίτα. «Τα περασμένα όμως χρόνια η ομάδα αυτή μεγάλωσε αριθμώντας πλέον περίπου 30 άτομα, το μισό του συνολικού πληθυσμού. Οι περισσότεροι είχαν μια καλή δουλεία στην Αθήνα ή Θεσσαλονίκη αλλά ήταν δυσαρεστημένοι με τους γρήγορους ρυθμούς της ζωής τους. Εδώ βρήκαν την ηρεμία και ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής. Με περισσότερο χρόνο για τον εαυτό τους και μια πιο πλούσια κοινωνική ζωή».

Μια ξενάγηση μας δείχνει ότι οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που έχουν σπουδάσει. Μεταξύ τους υπάρχουν ένας λογιστής, διευθυντής πωλήσεων, ένας ιστορικός και μια κοινωνιολόγος. «Στην Αθήνα ο κόσμος μένει για να δουλέψει, όχι για να ζήσει.» λέει ο Κώστας ο οποίος τρία χρόνια τώρα έχει έναν ξενώνα .Όλη μέρα άγχος, μόνο και μόνο για να πληρώνεις τους λογαριασμούς. Σκέφτηκα ότι κάτι έπρεπε να γίνει αλλιώς».

Ο Μανός και η Χριστίνα μένουν μόλις ένα μήνα στη Άνω Πεδινά. Και αυτοί έρχονται από την Αθήνα. «Δεν γνωρίζαμε το χωριό και βρεθήκαμε τυχαία εδώ λόγω μίας αγγελίας που ζητούσε διαχειριστές για ένα ξενώνα. Εμείς νομίζαμε ότι θα υπήρχαν εδώ μόνο καμιά δεκαριά γεροντάκια αλλά βρήκαμε νέους ανθρώπους σαν εμάς με το ίδιο υπόβαθρο με εμάς. Αυτό ήταν μια ωραία έκπληξη. Μοιάζει με μια μεγάλη οικογένεια. Όλοι μας βοηθούν να φτιάξουμε το ξενώνα, ενώ ορισμένοι είναι ανταγωνιστές».

Η θετική ατμόσφαιρα και οι πλούσιες δυνατότητες σε διανυκτέρευση και εστιατόρια – παραδοσιακά με μια μοντέρνα μυρωδιά – κάνει τα Άνω Πεδινά μια βάση για να επισκεφτεί κανείς τα Ζαγοροχώρια. Πάνω από όλα όμως είναι μια περιοχή για περπάτημα. Μέσα σε μερικές ώρες μπορεί κανείς να περπατήσει από το χωριό έως την άκρη του φαραγγιού του Βίκου, ένα από τα βαθύτερα φαράγγια του κόσμου με τοιχία που σε μερικά σημεία κατεβαίνουν σχεδόν 1000 μέτρα κατακόρυφα.
Με καλό καιρό μπορεί κανείς να διανύσει μια διαδρομή από το Πάπιγκο ή τον Βίκο, μέσω του φαραγγιού, με κατάληξη το Μονοδένδρι, το οποίο είναι γνωστό χωριό για περπάτημα και ίσως το μοναδικό από τα 46 Ζαγοροχώρια το οποίο επηρεάστηκε αρνητικά από το τουρισμό.

Για να καταλάβεις την ατμόσφαιρα στο φαράγγι δεν χρειάζεται να διανύσεις όλη την διαδρομή. Επίσης μπορείς στη Βίτσα να κατέβεις μέχρι το κάτω μέρος του φαραγγιού και πάλι πίσω. Αυτό γίνεται μέσω ενός πολύ παλιού εμπορικού μονοπατιού το οποίο λαξεύτηκε στα βράχια και κατασκευάστηκε πέτρα προς πέτρα. Σε ορισμένα σημεία μάλιστα, όπως στην Βίτσα, κατεβαίνει κατακόρυφα.
Μόλις κατεβεί μάλιστα, ο επισκέπτης διαπιστώνει με έκπληξη ότι η θέα από κάτω προς τα πάνω είναι πιο εντυπωσιακό από το ανάποδο.
Οποίος ταξιδεύει με (νοικιασμένο) αυτοκίνητο και μπορεί να οδηγεί σε διάφορα μέρη, έχει πολλές δυνατότητες από τα Άνω Πεδινά.

Προς Βραδέτο για παράδειγμα, οπού μπορείς να περπατήσεις σε ένα εγκαταλειμμένο μέρος του Βίκου. Ή οι Κήποι και το περιβάλλον τους, με πολλές πέτρινες γέφυρες από το παρελθόν. Γέφυρες με μία δύο ή τρεις καμάρες ανάλογα με την οικονομική άνεση του δωρητή. Οι περισσότερες γέφυρες έχουν το φάρδος ενός μουλαριού επειδή μέχρι το 1973 – όταν και το τελευταίο χωριό συνδέθηκε στο οδικό δίκτυο – η μεταφορά γινόταν με μουλάρια.

Από τους Κήπους υπάρχει ακόμα ένα τέτοιο ο δρομολόγιο προς το Δίλοφο. Μέσω του φαραγγιού του Βικάκη , μία μινιατούρα του φαραγγιού του Βίκου.
Είναι μια εντυπωσιακή διαδρομή με μία σωστή κατάληξη: το Δίλοφο, σχεδόν εγκαταλειμμένο και ίσως το πιο όμορφο χωρίο του Ζαγορίου. Μένουν, ανάλογα με την εποχή, δέκα έως δεκαπέντε άτομα, κυρίως άνδρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας. Εδώ δεν υπάρχει (ακόμα) μια νέα γενιά που θα ξαναφέρει την ζωή ανάμεσα στα σπίτια.

Τα πέτρινα κτίρια είναι τοποθετημένα δίπλα δίπλα , γυρω από την εκκλησία η οποία είναι χτισμένη σε υψόμετρο. Η ησυχία κυριαρχεί ανάμεσα στις προσόψεις των σπιτιών, οι οποίες δείχνουν τον πλούτο των περασμένων εποχών. Πλούτο διότι οι κάτοικοι του Ζαγορίου κάποτε ήταν πολύ σημαντικοί έμποροι, βοτανολόγοι και βοηθοί στην βασιλική αυλή της Κωνσταντινούπολης. Ταξίδεψαν σε όλη την Ευρώπη και έφεραν πλούτο πίσω για να χτισθούν σπίτια, σχολεία, εκκλησίες, μοναστήρια, και περίτεχνες γέφυρες. Ο πλούτος αυτός προσέδωσε στις οικογένειες κύρος στην κοινωνία η οποία ήταν διαχωρισμένη σε τάξεις.

Στην κορυφή βρισκόταν οι πλούσιοι ομογενείς και επιστήμονες, ακολουθούμενοι από τους αυτοσυντηρούμενους πολίτες, μετά οι μετανάστες π.χ. ποιμένες, και τέλος οι Σαρακατσάνοι, μία περιπλανώμενη φυλή που απέκτησε το δικαίωμα ψήφου το 1938.

Παρ όλα αυτά ένα από τα προβλήματα που συνεχώς οδηγούν χωριά στην ερήμωση είναι το γεγονός ότι οι οικογένειες που αποχωρούν από τα σπίτια τους δεν τα πωλούν. Παρότι δεν τα επισκέπτονται ποτέ, προσκολλώνται στις ρίζες τους.

Γι’αυτό το λόγο τα καλύτερα σπίτια είναι συχνά κενά για δεκαετίες και έχουν αρχίσει να γίνονται ερείπια , ενώ οι νεοαφιχθέντες στο χωριό αγωνίζονται για να βρουν κατάλυμα. Η Λένα και ο φίλος της ο Μάκης μένουν σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην Ελάτη. Χαρούμενοι που βρήκαν έστω και κάτι. Δεν είναι μεγαλύτερο από μερικά τετραγωνικά μέτρα αλλά τους κάνει ευτυχισμένους. «Έχω διακόψει τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο για να μάθω εδώ την υφαντική», λέει η Λένα. « Δεν ήθελα να κάθομαι ισόβια στο γραφείο. Η σκέψη και μόνο μου δημιουργούσε εκνευρισμό».
Έτσι, έμαθε η Λένα υφαντική όπως και παλαιότερα όλα τα κορίτσια στην περιοχή του Ζαγορίου. Μαζί με τη φίλη της Γιώτα τώρα έχει ένα ατελιέ στην Ελάτη: Άνω Κάτω».

Εδώ παράγονται τα είδη ένδυσης, πατάκια και χαλιά. Κατά προτίμηση χρησιμοποιώντας μαλλί από το περιβάλλον το οποίο είναι χρωματισμένο με φυσικά συστατικά. Η Λένα παραθέτει επίσης εργαστήρια για τους τουρίστες και τα παιδιά της γειτονιάς.

Οι περίπου δεκαπέντε κάτοικοι της Ελάτης ήταν γρήγορα με το μέρος της Λένας. «Πρέπει να δείτε αυτόν το αργαλειό» λέει στο ατελιέ κάτω από το εστιατόριο του χωριού. «Μας το δάνεισε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ήταν το γαμήλιο δώρο της πριν από εβδομήντα χρόνια. Κανένας νέος αργαλειός δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αυτόν».
Η ζωή στα βουνά έχει και σαφή μειονεκτήματα. Η Λένα και ο Μάκης ζουν χωρίς άνεση. «Και εδώ είμαστε, επίσης, αρκετά απασχολημένοι», λέει. «Υφαντική, δουλειές του σπιτιού, τα σκυλιά, κήπος. Μόνο που εδώ έχεις την ενέργεια, ενώ στην πόλη στραγγίζεσαι από δεσμεύσεις όλο και περισσότερο. Εδώ νιώθεις ακόμα πραγματική γη κάτω από τα πόδια σου αντί για άσφαλτο και μπετόν».

Μετά την επίσκεψη στο πανέμορφο μοναστήρι στα Άνω Πεδινά – υπάρχει πρόσφατα και πάλι μια αδελφή, που φροντίζει το παρεκκλήσι – είναι ώρα για καφέ με τη Ρίτα και τον Γιάννη στη βεράντα του Πορφυρόν. Ο ήλιος ανατέλλει απαλά όταν η γειτόνισσα Γιαννούλα Σαμπακα έρχεται . Είναι πάνω από ογδόντα χρόνων και χρειάζεται ένα μεταφορικό να την πάει στην πόλη. Η Γιαννούλα έχει βιώσει τις δύσκολες ώρες του Ζαγορίου: Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αμέσως μετά το βίαιο εμφύλιο πόλεμο, ακολουθούμενο από δραματική φτώχεια. Ο σύζυγός της πήγε να εργαστεί στη Γερμανία, ενώ εκείνη έμεινε πίσω με τα παιδιά. Μια σκληρή ζωή, βλέποντας τα Άνω Πεδινά να αδειάζουν και να ερημώνουν. «Η άφιξη των νέων είναι μια μεγάλη βελτίωση», λέει. «Υπάρχει και πάλι ζωή στο χωριό. Το μόνο που αναρωτιέμαι είναι το πως πρέπει να ζουν τώρα που η χώρα δεν πάει καλά».

Οι νεοφερμένοι δεν ανησυχούν. Αισιοδοξία επικρατεί το βράδυ στο μπαρ όπου συναντιούνται. Ορισμένοι επέλεξαν σκόπιμα τα Άνω Πεδινά επειδή ο πατέρας ή ο παππούς τους κατάγεται από εκεί ενώ άλλοι δεν έχουν ρίζες εδώ. Εντυπωσιακή είναι η μεγάλη αλληλεγγύη: είναι συνεργάτες, ανταγωνιστές αλλά και φίλοι.

«Θαρρείς ότι εδώ ψηλά στα βουνά, είναι μια απομονωμένη ύπαρξη», λέει η Ηλέκτρα της οποίας οι γονείς κατάγονται από τα Άνω Πεδινά. «Αλλά σε σύγκριση με την Αθήνα η ζωή εδώ είναι πραγματικά πολύ κοινωνική. Οι άνθρωποι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους, και εξακολουθούν να έχουν χρόνο για τον άλλον. Και αυτή την θερμή αίσθηση θέλουμε να μοιραστούμε με τους επισκέπτες μας. “